- μέσουροι
- μέσουροιsail-ropesmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέσουροι — μέσουροι, οἱ (Α) τα σχοινιά τών ιστίων, οι κάλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ουρος(< ὅρος), πρβλ. πρόσ ουρος, σύν ουρος] … Dictionary of Greek
μεσουρία — η (Α μεσουρία) [μέσουροι] ο κύριος συστολέας τού επιδρόμου, αλλ. συστολέας επιδρόμου νεοελλ. πανί τής πρύμνης ιστιοφόρου … Dictionary of Greek